φλετουρώ

φλετουρώ
-έω, και φλετουργώ, -έω και -άω, Ν
(για πουλί) αρχίζω να κουνώ τις φτερούγες μου, να πετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. διαλ. προελεύσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φλετουρώ — φλετούρησα, και φλετουργώ φλετούργησα (για πουλιά), αρχίζω να κουνώ τα φτερά μου, φτερουγίζω, αρχίζω να πετώ: Το χελιδόνι φλετούρησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλέτουρας — και φλέτουργας, ο, Ν [φλετουρώ] πεταλούδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”